- κακογροικώ
- και -άω (Μ κακογροικῶ, -έω)νεοελλ.1. δεν ακούω καλά, βαριακούω2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μουμσν.μέσ. κακογροικοῡμαι, -έομαιδύσκολα κατανοούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + γροικῶ].
Dictionary of Greek. 2013.